- ἑτάροιο
- ἑταῖροςcomrademasc gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταλλώ — μεταλλῶ, άω (Α) 1. ερευνώ επιμελώς, ζητώ λεπτομερείς πληροφορίες, αναζητώ ή εξετάζω με προσοχή («ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι», Ομ. Οδ.) 2. (με αιτ. προσ.) εξετάζω, ρωτώ, ανακρίνω κάποιον 3. προσαγορεύω («ἀντεφθέγξατο δ ἀρτιεπὴς… … Dictionary of Greek